ἄγραυλοι γ. AP 7.415
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενεήθεν — γενεῆθεν (Α) [γενεά] επίρρ. από τη γέννησή τους, από την αρχή, ανέκαθεν … Dictionary of Greek
γενεῆθεν — from birth indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)